Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Περί συγχώρεσης...


Συγ­χώ­ρε­ση και Α­γά­πη,
ο δρό­μος προς την Α­νά­στα­ση.
  

Η συγ­χώ­ρε­ση εί­ναι η αρ­χι­κή έκ­φρα­ση της α­γά­πης, το πρώ­το ά­νοιγ­μα της αγ­κα­λιάς μας για να δε­χτού­με μέ­σα της, ό­λον τον κό­σμο. Το να α­γα­πά­με εί­ναι μια γι­ορ­τή συ­νάν­τη­σης, η δια­ρκής ευ­και­ρί­α μας να συμ­με­τέ­χου­με στη ζω­ή ευ­χα­ρι­στια­κά, αλ­λά και δι­καί­ω­μα α­κα­τά­λυ­το, που κα­νέ­νας δεν μπο­ρεί να μας το στε­ρή­σει. Το μο­να­δι­κό εμ­πό­διο εί­ναι ο α­νώ­ρι­μος ε­αυ­τός μας.

Μέ­σα στην α­γά­πη ό­μως, ω­ρι­μά­ζει και ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται ο άν­θρω­πος. Γι’ αυ­τό και η συγ­χώ­ρε­ση, εί­ναι κι έ­να ξε­κί­νη­μα για την ω­ρι­μό­τη­τα. Μέ­σα α­πό αυ­τή τη δι­α­δι­κα­σί­α και ε­νώ συν­δι­α­λέ­γε­ται κα­νείς με τη συ­νεί­δη­ση του, α­πο­κτά ον­τό­τη­τα, ε­νι­σχύ­ει με δι­αλ­λα­κτι­κό­τη­τα την προ­σω­πι­κό­τη­τα του, μα­θαί­νει να α­πευ­θύ­νε­ται με προ­σή­νεια στουςάλ­λους“, κα­λών­τας τους, κοι­νω­νούς και μέ­το­χους στη ζω­ή του.

Το να βρε­θείς στον ί­διο χώ­ρο με έ­να άλ­λο πρό­σω­πο (συγ-χώ­ρε­ση), ε­ξαρ­τά­ται α­πό τη βού­λη­ση και των δυ­ο. Ο κα­θέ­νας ό­μως, πρέ­πει να προ­ε­τοι­μά­σει κα­τάλ­λη­λα τον δι­κό του χώ­ρο, για μια υ­πο­δο­χή ει­λι­κρι­νή, ευ­πρε­πή και ε­ορ­τα­στι­κή. Και βέ­βαι­α ο μό­νος δι­κός μαςχώ­ρος εί­ναι η καρ­διά μας. Συγ­χω­ρώ λοι­πόν, ση­μαί­νει θέ­λω, δέ­χο­μαι, μοι­ρά­ζο­μαι τον χώ­ρο της καρ­διάς μου, δη­λα­δή α­γα­πώ.

Δεν ζη­τού­με συγ­γνώ­μη, ού­τε συγ­χω­ρού­με, για να μεί­νου­με πά­λι μό­νοι. Στη μο­να­ξιά δεν υ­πάρ­χει ε­ορ­τα­σμός. Μοι­ρα­ζό­μα­στε τα αι­σθή­μα­τα μας με τους άλ­λους, για να τους έ­χου­με πάν­τα μα­ζί μας. Ό­λους, χω­ρίς δι­α­κρί­σεις. Με προ­τι­μή­σεις, αλ­λά χω­ρίς ε­ξαι­ρέ­σεις. Με αρ­χή, αλ­λά χω­ρίς τέ­λος.  


Ο Χρι­στός, μας ο­δη­γεί στον δρό­μο της α­λή­θειας και της ε­λευ­θε­ρί­ας: «Ε­άν α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις τα πα­ρα­πτώ­μα­τα αυ­τών, α­φή­σει και υ­μίν ο πα­τήρ υ­μών ο ου­ρά­νιος· ε­άν δε μη α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις τα πα­ρα­πτώ­μα­τα αυ­τών, ου­δέ ο πα­τήρ υ­μών α­φή­σει τα πα­ρα­πτώ­μα­τα υ­μών» (Μτ. 6, 14-15).

Η δι­α­τύ­πω­ση εί­ναι σα­φής, ε­πί­πε­δη και ε­πο­μέ­νως σκλη­ρή. «Αν συγ­χω­ρή­σε­τε τους άλ­λους, θα σας συγ­χω­ρή­σει κι ε­σάς ο Θε­ός, αν δεν τους συγ­χω­ρή­σε­τε, ού­τε ο Θε­ός θα συγ­χω­ρή­σει ε­σάς». Ό­ποι­ος πα­ρα­μέ­νει στην κο­σμι­κή λο­γι­κή, βρί­σκει δί­και­α τα λό­για αυ­τά. Ό­μως ο Χρι­στός, ήρ­θε να α­πα­λύ­νει τη δι­και­ο­σύ­νη του Νό­μου, να της προσ­δώ­σει την προ­ο­πτι­κή της χά­ρι­τος και του ε­λέ­ους.



Ε­κεί­νος που α­να­γνω­ρί­ζει την έμ­πρα­κτη θυ­σί­α στο βλέμ­μα του Ι­η­σού, δεν βλέ­πει στα λό­για Του το γράμ­μα του Νό­μου, αλ­λά τα προσ­λαμ­βά­νει με τη συγ­χω­ρη­τι­κή γλυ­κύ­τη­τα του βλέμ­μα­τος Του: «αν δέ­χε­στε στην καρ­διά σας τους α­δελ­φούς σας, τό­τε δέ­χε­στε και την α­γά­πη του Πα­τέ­ρα σας· αν κρα­τά­τε κλει­στή την καρ­διά σας στους α­δελ­φούς σας, την κρα­τά­τε κλει­στή και για τον Πα­τέ­ρα σας».



Ο Θε­ός δεν α­σκεί ε­ξου­σί­α, εί­ναι ε­ξου­σί­α και την εκ­φρά­ζει θε­ϊ­κά, με την δυ­να­μι­κή της α­γά­πης Του, που δεν ε­πι­βάλ­λει δε­σμά, αλ­λά δη­μι­ουρ­γεί ε­νερ­γούς δε­σμούς ε­λευ­θε­ρί­ας. O­ι δε­σμοί της ε­νό­τη­τας και τα ό­ρια της ε­λευ­θε­ρί­ας του Πα­ρα­δεί­σου, προσ­δι­ο­ρί­ζουν χω­ρίς να πε­ρι­ο­ρί­ζουν. Η ε­λευ­θε­ρί­α δεν εί­ναι κα­τά­στα­ση, εί­ναι ε­νέρ­γεια με υ­πό­στα­ση, με ε­ξέ­λι­ξη και προ­ο­ρι­σμό. Σαν την κοι­νω­νί­α και την πλη­ρό­τη­τα. Εί­ναι έν­νοι­ες που τεί­νουν στην τε­λεί­ω­ση τους, στο Πρό­σω­πο του Θε­ού.


......


Τις σχέ­σεις μας με τον Θε­ό, με τους αν­θρώ­πους και τον ε­αυ­τό μας, τις προσ­δι­ο­ρί­ζει κα­θα­ρά ο Χρι­στός, μέ­σα στα ί­δια λό­για Του, που α­να­φέ­ρα­με πιο πά­νω: «Ε­άν α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις τα πα­ρα­πτώ­μα­τα αυ­τών... » «Α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις!.. »



Δεν κα­τα­λο­γί­ζει πα­ρα­πτώ­μα­τα στον κα­θέ­να μας με­μο­νω­μέ­να, αλ­λά στους αν­θρώ­πους συ­νο­λι­κά. Και δεν μας κα­λεί να με­τα­νο­ή­σου­με, αλ­λά να συγ­χω­ρέ­σου­με. 

Μας υ­πο­δει­κνύ­ει ό­μως έ­τσι, τη στάθ­μι­ση της θέ­σης μας με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων και της σχέ­σης μας μα­ζί τους, ώ­στε να προ­σεγ­γί­σου­με και τα δι­κά μας σφάλ­μα­τα και να συ­ναι­σθαν­θού­με την α­ναγ­και­ό­τη­τα της προ­σω­πι­κής μας με­τά­νοι­ας.



Δεν υ­πάρ­χουν μας λέ­γει, για τον Θε­ό, έ­νο­χοι και θύ­μα­τα, κα­τη­γο­ρού­με­νοι και κρι­τές. Η το­μή στην αν­τί­λη­ψη που ε­πι­κρα­τεί στον κό­σμο μας, εί­ναι τε­ρά­στια. Δεν εί­μα­στε ε­μείς και οι «άλ­λοι». Δεν υ­πάρ­χουν δι­κοί μας και ξέ­νοι, κα­λύ­τε­ροι ή χει­ρό­τε­ροι. Ό­λοι οι άν­θρω­ποι, λη­στές της ζω­ής μας, με­τέ­χου­με στη ζυ­γα­ριά της Σταυ­ρι­κής Θυ­σί­ας του Γολ­γο­θά.



Και α­νά­με­σα μας ο Χρι­στός. Που πα­ρα­κα­λεί τον Πα­τέ­ρα, ά­φες αυ­τοίς, ουκ οί­δα­σι και προ­τρέ­πει ε­μάς α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις”. Και μας δι­δά­σκει πώς να προ­σευ­χό­μα­στε στον Πα­τέ­ρα, ά­φες η­μίν τα ο­φει­λή­μα­τα η­μών, ως και η­μείς α­φί­ε­μεν τοις ο­φει­λέ­ταις η­μών”, σαν εκ­πρό­σω­πος ο κα­θέ­νας μας ό­λου του αν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος.



Μό­νο αυ­τό το ε­λά­χι­στο ζη­τά α­πό μας. Να δε­χθού­με στο βα­σί­λει­ο της καρ­διάς μας, στη ζω­ή μας, τώ­ρα, ό­λους τους αν­θρώ­πους μέ­χρι τον τε­λευ­ταί­ο, για­τί ο τε­λευ­ταί­ος θα εί­ναι Ε­κεί­νος. Τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο, αλ­λά και τί­πο­τα λι­γό­τε­ρο.



Η σω­τη­ρί­α μας δεν εί­ναι ού­τε πο­σο­τι­κή, ού­τε συγ­κρι­τι­κή, σε σχέ­ση με το πό­σο κα­λοί εί­μα­στε. Η σχέ­ση μας με τον Χρι­στό πρέ­πει να εί­ναι προ­σω­πι­κή, α­φού ο ί­διος εί­ναι και ο Θε­ός που με θεί­α συγ­κα­τά­βα­ση και εγ­κυ­ρό­τη­τα, πι­στο­ποι­εί ξε­χω­ρι­στά τον κα­θέ­να που τον εμ­πι­στεύ­ε­ται.



Δεν έ­χου­με πια α­πέ­ναν­τι μας, ού­τε τους αν­θρώ­πους, ού­τε τον Θε­ό. Εί­μα­στε ε­νω­μέ­νοι και με­τα­ξύ μας και με τον Θε­ό. Ε­λεύ­θε­ροι, α­πό ε­γω­ι­σμούς που α­πο­μο­νώ­νουν και α­πό ε­νο­χές που α­πο­μα­κρύ­νουν, να Τον συ­ναν­τή­σου­με μυ­στη­ρια­κά, στην ά­πει­ρη α­γα­θό­τη­τα με την ο­ποί­α αγ­κα­λιά­ζει ό­λα τα παι­διά Του, α­κό­μα κι ε­μάς τους βα­ρείς στην κα­τα­νό­η­ση, τους χλια­ρούς στη συ­ναί­σθη­ση και αρ­γούς στην αν­τα­πό­κρι­ση μας.


Μι­χα­ήλ Σ. Ψα­ράς   Απόσπασμα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου