Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Αλήθεια, ποιες απαντήσεις μπορεί να δώσει η θεολογία;

     Ένα ενδιαφέρον άρθρο του π. Αρσενίου Μέσκου, διδ. της θεολογικής σχολής του Α.Π.Θ.
"Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό του πλαισίου που συγκροτεί την κάθε θρησκεία είναι η ικανότητά του να δίνει απαντήσεις. Η θρησκεία ουσιαστικά υπάρχει για να δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα που δεν μπορεί να υπάρξει απάντηση με διαφορετικό τρόπο.
Σε ένα περιβάλλον θρησκευτικού ανταγωνισμού, όπου δηλαδή υπάρχουν και δραστηριοποιούνται πολλές θρησκείες, η θρησκεία είναι υποχρεωμένη να δίδει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα. Αν υπάρξει έστω η υπόνοια μιας κάποιας αδυναμίας να απαντηθεί κάποιο ερώτημα, τότε το θρησκευτικό οικοδόμημα τρίζει συθέμελα. Οι άνθρωποι που εκφράζουν η εκπροσωπούν την θρησκεία, είναι λοιπόν υποχρεωμένοι να τα ξέρουν όλα. Φυσικά επειδή σήμερα δέν είναι εύκολο να ισχυρισθεί κανείς ότι τα ξέρει όλα, η παντογνωσία θεμελιώνεται στά ιερά κείμενα της θρησκείας. Πίσω από κάθε μορφή θρησκείας κρύβονται πάντοτε κάποια ιερά κείμενα στα οποία οι εκφραστές της στηρίζουν την δική τους αυθεντία. 

Αν κάποιος εκφράσει αμφιβολία όσον αφορά τα ιερά αυτά κείμενα, η τα ερμηνεύσει με διαφορετικό τρόπο, αυτόματα και αυτεπάγγελτα θεωρείται αιρετικός. Όσο πιό ανταγωνιστικό είναι το περιβάλον στο οποίο βρίσκεται μια θρησκεία τόσο είναι λογικό και αναμενόμενο να τονίζονται με πιό σκληρό τρόπο η ιδεολογική καθαρότητα και η ακρίβεια της πίστεως. 

Το ότι όλα αυτά τα φαινόμενα λαμβάνουν χώρα στους κόλπους της ορθόδοξης εκκλησίας είναι κάτι το αναμενόμενο και φυσιολογικό. Δεν παύει όμως να είναι οδυνηρά θλιβερό, γιατί η Εκκλησία δεν είναι θρησκεία. Η Εκκλησία δεν έχει και δεν πρέπει και ούτε μπορεί να έχει έτοιμες απαντήσεις για όλα. Η Εκκλησία έχει και πρέπει να έχει τις απαντήσεις για ένα μόνο θέμα. Σχετικά με το ποιός είναι ο δρόμος που οδηγεί στον Θεό και πως μπορεί ένας άνθρωπος να τον πραγματώσει στην ζωή του. 
Οι άνθρωποι όμως της σύγχρονης Εκκλησίας, τουλάχιστον αυτοί που θεωρούν ότι μπορούν και πρέπει να έχουν λόγο, δηλαδή οι θεολόγοι και οι κληρικοί, ασχολούνται με οτιδήποτε άλλο εκτός αυτό το οποίο υποτίθεται ότι ξέρουν, αν βέβαια γνωρίζουν την Αλήθεια της Εκκλησίας, δηλαδή τον δρόμο που οδηγεί στην ένωση με τον Θεό. Περί των (πρακτικών) αυτών θεμάτων όμως τηρείται σιγή ιχθύος.Απεναντίας αποφαίνονται με απίστευτη ευκολία και ελαφρότητα περί παντός επιστητού, γιατί αισθάνονται ότι κατέχουν την αλήθεια. Όχι βέβαια οι ίδιοι, αλλά η Εκκλησία, δηλαδή τα ιερά της κείμενα, των οποίων αυτοί είναι οι φυσικοί εκφραστές, δηλαδή οι μόνοι αρμόδιοι να ερμηνεύσουν. 

Βέβαια η «κατοχή» της αλήθειας οδηγεί και στον βιασμό της αλήθειας, κάτι που δυστυχώς δεν είναι σπάνιο. Όταν η ερμηνεία των κειμένων οδηγεί σε απόψεις που βρίσκονται σε σύγκρουση με την ανθρώπινη εμπειρία, τότε η μόνη διέξοδος είναι ο βιασμός της αλήθειας, αρκεί να διατηρηθεί η ιδεολογική καθαρότητα, γιατί... αν αρχίσει να ξηλώνεται η κάλτσα, τότε που θα σταματήσουμε; 
Το αποτέλεσμα του βιασμού βέβαια είναι καταστροφικό, αλλά, όσο ακατανόητο και να είναι, παραμένει γεγονός ότι όλοι αυτοί, οι εκπρόσωποι της ορθόδοξης θρησκείας, δεν ενδιαφέρονται για το αποτέλεσμα. 

Πριν από την Αναγέννηση, όταν υπήρχε κάποιο τεχνικό η επιστημονικό πρόβλημα, οι άνθρωποι δεν κάναν παρατηρήσεις σχετικά με το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, αλλά διαβάζαν να δουν τι είπε ο Αριστοτέλης γι’ αυτό. Έτσι και οι σημερινοί, αδιαφορούν για το τι συμβαίνει στην ζωή και πασχίζουν να αλιεύσουν κάποιο πατερικό χωρίο, το οποίο να ταιριάζει σε αυτό που έχουν στο μυαλό τους. Αν δε τολμήσεις και ρωτήσεις που, πότε και πως όλα αυτά εφαρμόσθηκαν στην πράξη, αν πάρεις απάντηση θα είναι της μορφής, αυτό δεν είναι δική μου δουλειά, εγώ κάνω θεολογία, η εγώ απλώς λέω τι είπαν οι πατέρες, η ποιό είναι το σωστό. Αν όμως αυτό το σωστό συνεπάγεται την δια βίου δυστυχία του αποδέκτη της θεολογίας η της ποιμαντικής τους, αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. 

Όμως δεν είναι έτσι η Εκκλησία, δεν είναι έτσι, δεν είναι η Εκκλησία θρησκεία, ο Χριστός αγάπησε τον άνθρωπο και όχι τον νόμο. Στην Εκκλησία δεν υπάρχει ιδεολογική καθαρότητα ούτε καν πατερική. Υπάρχει η μέριμνα, η φροντίδα, η βοήθεια, για την προσέγγιση του ανθρώπου προς τον Χριστό. Η πιστότητα και η καθαρότητα στην Εκκλησία έχει να κάνει μέ την πιστότητα και την αυθεντικότητα της πορείας προς τον Χριστό. 

Ας αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Οι θρησκευτικοί μας ηγέτες θεωρούν ότι έχουν λόγο για τον τρόπο με τον οποίον δημιουργήθηκε ο άνθρωπος και κάποιες φορές μιλούν δια μακρών περί αυτού και κρίνουν τις σύγχρονες επιστημονικές απόψεις με βάση τον δικό τους λόγο και λεν αυτή η θεωρία είναι δεκτή και η άλλη όχι. Όμως η Εκκλησία δεν ξέρει με ποιό τρόπο έγινε ο άνθρωπος. Η Εκκλησία ξέρει πως να οδηγήσει στον Θεό τον άνθρωπο, που έφθασε έως εδώ με όποιον τρόπο έφθασε. Αυτός είναι ο ρόλος της αυτός πρέπει να είναι και ο καημός της. 

Πόση μελάνη έχει χυθεί για το ποιός είναι ο σκοπός του γάμου. Στ’ αλήθεια τι σημασία έχει η απάντηση στο ερώτημα αυτό; Μπορεί ο σκοπός του γάμου να είναι έξω από τον σκοπό της ζωής του ανθρώπου; Για την Εκκλησία δεν μπορεί να έχει νόημα ένα τέτοιο θέμα, παρά μόνο η αναζήτηση της οδού που οδηγεί στον Θεό και ξέρουμε ότι, άλλος έτσι και άλλος αλλιώς πορεύεται αυτόν τον δρόμο. Το θέμα είναι να πορεύεται αυτόν τον δρόμο. Δεν μπορεί το φλέγον θέμα νά είναι το ποιός είναι ο σκοπός του γάμου ενώ το ερώτημα, πως πραγματοποιείται και με τι αποτελέσματα, αυτό που προτείνουμε στους ανθρώπους, να μην μας απασχολεί και να πλένουμε τα χέρια μας ως σύγχρονοι Πόντιοι Πιλάτοι και λέμε «αυτοί όψονται», εμείς τους είπαμε την αλήθεια!. Και όμως τόσοι και τόσοι πασχίζουν να μας πείσουν για την μια η την άλλη άποψη, όχι προσκομίζοντας αποδεικτικά στοιχεία από την εμπειρία, ότι η αποδοχή της μιας η της άλλης άποψης βοηθά περισσότερο η λιγότερο την πορεία του ανθρώπου προς τον Θεό, αλλά πετώντας μας κατακέφαλα πατερικά χωρία! 

Τις εποχές που παρήγαγε θεολογία και έδινε απαντήσεις σε καίρια προβλήματα, η Εκκλησία δεν λειτουργούσε έτσι. Η προηγούμενη πατερική παράδοση δεν ήταν το ασφυκτικό και απόλυτο πλαίσιο μέσα στο οποίο ήταν υποχρεωμένοι να θεολογήσουν οι πατέρες, αλλά το εφαλτήριο πάνω στο οποίο πατούσαν για να δώσουν τις καινούργιες απαντήσεις στα ερωτήματα που έθεταν οι σύγχρονοί τους. 

Δεν είναι ντροπή να πούμε ότι δεν ξέρουμε αλλά είναι ντροπή να καθώμαστε στην καθέδρα του Μωϋσέως και χωρίζουμε τους αμνούς από τα ερίφια, μέ βάση δικές μας, «πατερικές», εξισώσεις! 

Αν η Εκκλησία ξέρει μόνο τον δρόμο που οδηγεί στον Θεό, δεν σημαίνει ότι τα μέλη της ξέρουν η πρέπει να ξέρουν μόνο αυτό. Έχουν γνώσεις και απόψεις για όλα τα θέματα, ανάλογα με τις προϋποθέσεις τους. Είναι όμως εγκληματικό λάθος να θέλει να στηρίξει κανείς τις όποιες απόψεις του με το κύρος της Εκκλησίας. Είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι στις Συνόδους η Εκκλησία πήρε θέση μόνο για θέματα αφορώντα την οδό της σωτηρίας και δεν ασχολήθηκε με άλλα εξίσου καυτά θέματα της επικαιρότητας;

πηγή : Aντίφωνο

Συγχωρώ σημαίνει...

       Συγχωρώ, σημαίνει βλέπω τον άλλο όπως είναι, 
                                                   με την αμαρτία του και την ανυπόφορη πλευρά του,
                                                   με όλα τα βαρίδια του και τα ελαττώματά του, και λέω:
                                                   - θα σε κουβαλήσω, όπως ένα σταυρό,
                                                   θα σε κουβαλήσω μέχρι τη Βασιλεία του Θεού, 
                                                   είτε το θέλεις είτε όχι. 
                                                   Και είτε είσαι καλός είτε είσαι κακός,
                                                   θα σε κουβαλήσω στους ώμους μου,
                                                   θα σε φέρω μπροστά στον Κύριο και θα πω:
                                                   «Κύριε, όλη μου τη ζωή κουβάλησα αυτόν τον άνθρωπο,
                                                   γιατί φοβόμουνα μήπως χαθεί.
                                                   Τώρα είναι δικό Σου το θέμα να τον συγχωρήσεις,
                                                   στο όνομα της δικής μου συγχώρεσης,
                                                   με το Άπειρο Έλεός Σου, και να τον δεχθείς
                                                   στην αγκαλιά της Αγάπης Σου»! 


Από «Το Μυστήριο της ίασης» του Anthony Bloom, εκδόσεις Εν πλω

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Περί συγχώρεσης...


Συγ­χώ­ρε­ση και Α­γά­πη,
ο δρό­μος προς την Α­νά­στα­ση.
  

Η συγ­χώ­ρε­ση εί­ναι η αρ­χι­κή έκ­φρα­ση της α­γά­πης, το πρώ­το ά­νοιγ­μα της αγ­κα­λιάς μας για να δε­χτού­με μέ­σα της, ό­λον τον κό­σμο. Το να α­γα­πά­με εί­ναι μια γι­ορ­τή συ­νάν­τη­σης, η δια­ρκής ευ­και­ρί­α μας να συμ­με­τέ­χου­με στη ζω­ή ευ­χα­ρι­στια­κά, αλ­λά και δι­καί­ω­μα α­κα­τά­λυ­το, που κα­νέ­νας δεν μπο­ρεί να μας το στε­ρή­σει. Το μο­να­δι­κό εμ­πό­διο εί­ναι ο α­νώ­ρι­μος ε­αυ­τός μας.

Μέ­σα στην α­γά­πη ό­μως, ω­ρι­μά­ζει και ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται ο άν­θρω­πος. Γι’ αυ­τό και η συγ­χώ­ρε­ση, εί­ναι κι έ­να ξε­κί­νη­μα για την ω­ρι­μό­τη­τα. Μέ­σα α­πό αυ­τή τη δι­α­δι­κα­σί­α και ε­νώ συν­δι­α­λέ­γε­ται κα­νείς με τη συ­νεί­δη­ση του, α­πο­κτά ον­τό­τη­τα, ε­νι­σχύ­ει με δι­αλ­λα­κτι­κό­τη­τα την προ­σω­πι­κό­τη­τα του, μα­θαί­νει να α­πευ­θύ­νε­ται με προ­σή­νεια στουςάλ­λους“, κα­λών­τας τους, κοι­νω­νούς και μέ­το­χους στη ζω­ή του.

Το να βρε­θείς στον ί­διο χώ­ρο με έ­να άλ­λο πρό­σω­πο (συγ-χώ­ρε­ση), ε­ξαρ­τά­ται α­πό τη βού­λη­ση και των δυ­ο. Ο κα­θέ­νας ό­μως, πρέ­πει να προ­ε­τοι­μά­σει κα­τάλ­λη­λα τον δι­κό του χώ­ρο, για μια υ­πο­δο­χή ει­λι­κρι­νή, ευ­πρε­πή και ε­ορ­τα­στι­κή. Και βέ­βαι­α ο μό­νος δι­κός μαςχώ­ρος εί­ναι η καρ­διά μας. Συγ­χω­ρώ λοι­πόν, ση­μαί­νει θέ­λω, δέ­χο­μαι, μοι­ρά­ζο­μαι τον χώ­ρο της καρ­διάς μου, δη­λα­δή α­γα­πώ.

Δεν ζη­τού­με συγ­γνώ­μη, ού­τε συγ­χω­ρού­με, για να μεί­νου­με πά­λι μό­νοι. Στη μο­να­ξιά δεν υ­πάρ­χει ε­ορ­τα­σμός. Μοι­ρα­ζό­μα­στε τα αι­σθή­μα­τα μας με τους άλ­λους, για να τους έ­χου­με πάν­τα μα­ζί μας. Ό­λους, χω­ρίς δι­α­κρί­σεις. Με προ­τι­μή­σεις, αλ­λά χω­ρίς ε­ξαι­ρέ­σεις. Με αρ­χή, αλ­λά χω­ρίς τέ­λος.  


Ο Χρι­στός, μας ο­δη­γεί στον δρό­μο της α­λή­θειας και της ε­λευ­θε­ρί­ας: «Ε­άν α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις τα πα­ρα­πτώ­μα­τα αυ­τών, α­φή­σει και υ­μίν ο πα­τήρ υ­μών ο ου­ρά­νιος· ε­άν δε μη α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις τα πα­ρα­πτώ­μα­τα αυ­τών, ου­δέ ο πα­τήρ υ­μών α­φή­σει τα πα­ρα­πτώ­μα­τα υ­μών» (Μτ. 6, 14-15).

Η δι­α­τύ­πω­ση εί­ναι σα­φής, ε­πί­πε­δη και ε­πο­μέ­νως σκλη­ρή. «Αν συγ­χω­ρή­σε­τε τους άλ­λους, θα σας συγ­χω­ρή­σει κι ε­σάς ο Θε­ός, αν δεν τους συγ­χω­ρή­σε­τε, ού­τε ο Θε­ός θα συγ­χω­ρή­σει ε­σάς». Ό­ποι­ος πα­ρα­μέ­νει στην κο­σμι­κή λο­γι­κή, βρί­σκει δί­και­α τα λό­για αυ­τά. Ό­μως ο Χρι­στός, ήρ­θε να α­πα­λύ­νει τη δι­και­ο­σύ­νη του Νό­μου, να της προσ­δώ­σει την προ­ο­πτι­κή της χά­ρι­τος και του ε­λέ­ους.



Ε­κεί­νος που α­να­γνω­ρί­ζει την έμ­πρα­κτη θυ­σί­α στο βλέμ­μα του Ι­η­σού, δεν βλέ­πει στα λό­για Του το γράμ­μα του Νό­μου, αλ­λά τα προσ­λαμ­βά­νει με τη συγ­χω­ρη­τι­κή γλυ­κύ­τη­τα του βλέμ­μα­τος Του: «αν δέ­χε­στε στην καρ­διά σας τους α­δελ­φούς σας, τό­τε δέ­χε­στε και την α­γά­πη του Πα­τέ­ρα σας· αν κρα­τά­τε κλει­στή την καρ­διά σας στους α­δελ­φούς σας, την κρα­τά­τε κλει­στή και για τον Πα­τέ­ρα σας».



Ο Θε­ός δεν α­σκεί ε­ξου­σί­α, εί­ναι ε­ξου­σί­α και την εκ­φρά­ζει θε­ϊ­κά, με την δυ­να­μι­κή της α­γά­πης Του, που δεν ε­πι­βάλ­λει δε­σμά, αλ­λά δη­μι­ουρ­γεί ε­νερ­γούς δε­σμούς ε­λευ­θε­ρί­ας. O­ι δε­σμοί της ε­νό­τη­τας και τα ό­ρια της ε­λευ­θε­ρί­ας του Πα­ρα­δεί­σου, προσ­δι­ο­ρί­ζουν χω­ρίς να πε­ρι­ο­ρί­ζουν. Η ε­λευ­θε­ρί­α δεν εί­ναι κα­τά­στα­ση, εί­ναι ε­νέρ­γεια με υ­πό­στα­ση, με ε­ξέ­λι­ξη και προ­ο­ρι­σμό. Σαν την κοι­νω­νί­α και την πλη­ρό­τη­τα. Εί­ναι έν­νοι­ες που τεί­νουν στην τε­λεί­ω­ση τους, στο Πρό­σω­πο του Θε­ού.


......


Τις σχέ­σεις μας με τον Θε­ό, με τους αν­θρώ­πους και τον ε­αυ­τό μας, τις προσ­δι­ο­ρί­ζει κα­θα­ρά ο Χρι­στός, μέ­σα στα ί­δια λό­για Του, που α­να­φέ­ρα­με πιο πά­νω: «Ε­άν α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις τα πα­ρα­πτώ­μα­τα αυ­τών... » «Α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις!.. »



Δεν κα­τα­λο­γί­ζει πα­ρα­πτώ­μα­τα στον κα­θέ­να μας με­μο­νω­μέ­να, αλ­λά στους αν­θρώ­πους συ­νο­λι­κά. Και δεν μας κα­λεί να με­τα­νο­ή­σου­με, αλ­λά να συγ­χω­ρέ­σου­με. 

Μας υ­πο­δει­κνύ­ει ό­μως έ­τσι, τη στάθ­μι­ση της θέ­σης μας με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων και της σχέ­σης μας μα­ζί τους, ώ­στε να προ­σεγ­γί­σου­με και τα δι­κά μας σφάλ­μα­τα και να συ­ναι­σθαν­θού­με την α­ναγ­και­ό­τη­τα της προ­σω­πι­κής μας με­τά­νοι­ας.



Δεν υ­πάρ­χουν μας λέ­γει, για τον Θε­ό, έ­νο­χοι και θύ­μα­τα, κα­τη­γο­ρού­με­νοι και κρι­τές. Η το­μή στην αν­τί­λη­ψη που ε­πι­κρα­τεί στον κό­σμο μας, εί­ναι τε­ρά­στια. Δεν εί­μα­στε ε­μείς και οι «άλ­λοι». Δεν υ­πάρ­χουν δι­κοί μας και ξέ­νοι, κα­λύ­τε­ροι ή χει­ρό­τε­ροι. Ό­λοι οι άν­θρω­ποι, λη­στές της ζω­ής μας, με­τέ­χου­με στη ζυ­γα­ριά της Σταυ­ρι­κής Θυ­σί­ας του Γολ­γο­θά.



Και α­νά­με­σα μας ο Χρι­στός. Που πα­ρα­κα­λεί τον Πα­τέ­ρα, ά­φες αυ­τοίς, ουκ οί­δα­σι και προ­τρέ­πει ε­μάς α­φή­τε τοις αν­θρώ­ποις”. Και μας δι­δά­σκει πώς να προ­σευ­χό­μα­στε στον Πα­τέ­ρα, ά­φες η­μίν τα ο­φει­λή­μα­τα η­μών, ως και η­μείς α­φί­ε­μεν τοις ο­φει­λέ­ταις η­μών”, σαν εκ­πρό­σω­πος ο κα­θέ­νας μας ό­λου του αν­θρω­πί­νου σώ­μα­τος.



Μό­νο αυ­τό το ε­λά­χι­στο ζη­τά α­πό μας. Να δε­χθού­με στο βα­σί­λει­ο της καρ­διάς μας, στη ζω­ή μας, τώ­ρα, ό­λους τους αν­θρώ­πους μέ­χρι τον τε­λευ­ταί­ο, για­τί ο τε­λευ­ταί­ος θα εί­ναι Ε­κεί­νος. Τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο, αλ­λά και τί­πο­τα λι­γό­τε­ρο.



Η σω­τη­ρί­α μας δεν εί­ναι ού­τε πο­σο­τι­κή, ού­τε συγ­κρι­τι­κή, σε σχέ­ση με το πό­σο κα­λοί εί­μα­στε. Η σχέ­ση μας με τον Χρι­στό πρέ­πει να εί­ναι προ­σω­πι­κή, α­φού ο ί­διος εί­ναι και ο Θε­ός που με θεί­α συγ­κα­τά­βα­ση και εγ­κυ­ρό­τη­τα, πι­στο­ποι­εί ξε­χω­ρι­στά τον κα­θέ­να που τον εμ­πι­στεύ­ε­ται.



Δεν έ­χου­με πια α­πέ­ναν­τι μας, ού­τε τους αν­θρώ­πους, ού­τε τον Θε­ό. Εί­μα­στε ε­νω­μέ­νοι και με­τα­ξύ μας και με τον Θε­ό. Ε­λεύ­θε­ροι, α­πό ε­γω­ι­σμούς που α­πο­μο­νώ­νουν και α­πό ε­νο­χές που α­πο­μα­κρύ­νουν, να Τον συ­ναν­τή­σου­με μυ­στη­ρια­κά, στην ά­πει­ρη α­γα­θό­τη­τα με την ο­ποί­α αγ­κα­λιά­ζει ό­λα τα παι­διά Του, α­κό­μα κι ε­μάς τους βα­ρείς στην κα­τα­νό­η­ση, τους χλια­ρούς στη συ­ναί­σθη­ση και αρ­γούς στην αν­τα­πό­κρι­ση μας.


Μι­χα­ήλ Σ. Ψα­ράς   Απόσπασμα